- εὐπερίπατον
- εὐπερίπατοςallowing one to walk easilymasc/fem acc sgεὐπερίπατοςallowing one to walk easilyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπερίπατος — εὐπερίπατος, ον (Α) αυτός που δεν εμποδίζει κάποιον να περπατά εύκολα («φέρεις ἄλγημα... εὐπερίπατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί πατος] … Dictionary of Greek